- φύλακας
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου.
* * *ο / φύλαξ -ακος, ΝΜΑαυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο φύλακες είχαν εγκαταλείψει τη θέση τους» β. «τοὺς τοῡ Θεοῡ ἱερέας ἐπήγετο... ὥσπερ τινὰς ψυχῆς ἀγαθοὺς φύλακας», Ευσ.γ. «ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα», ΠΔδ. «φύλακας τοῦ ἡμίσεος τείχους», Θουκ.ε. «νεὼς... φύλαξ», Σοφ.στ. «κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φύλαξ», Αισχύλ.ζ. «λαβὼν φύλακάς τ' ἄνδρας δμωάς τε γυναῖκας», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που τηρεί και ακολουθεί εντολές, έθιμα, παραδόσεις (α. «φύλακες τών παραδόσεων» β. «φύλακας τών παραδεδομένων ὑπ' αὐτοῦ διδαγμάτων», Ιουστίν.γ. «φύλακες τοῦ ἐπιταττομένου», Ξεν.δ. «τίνες ἄριστοι φύλακες τοῦ παρ' αὐτοῖς δόγματος», Πλάτ.)3. προστάτης, υπερασπιστής (α. «ο άγιος, ο φύλακας τού νησιού» β. «σωτῆρας ψυχῶν καὶ σωμάτων καὶ ἰατροὺς ὀνομάζουσι καὶ ὡς πολιούχους τιμῶσι καὶ φύλακας», Θεοδώρ.γ. «ἄγαλμα Ἀθηνᾶς... φυλακίδος», Δίων Κάσσ.δ. «λοχαγέτας πύλας ἐφ' ἑπτά, φύλακας Ἀργείου δορός», Ευρ.)4. στον πληθ. οι φύλακεςτο σύνολο τών φυλάκων, η φρουράνεοελλ.φρ. α) «φύλακας άγγελος»μτφ. συμπαραστάτης, βοηθός σε δύσκολες στιγμέςβ) «φύλακες γρηγορείτε» — προτροπή, που αντάλλασσαν με δυνατή φωνή μεταξύ τους οι φύλακες ή οι σκοποί σε νυχτερινή βάρδιαγ) «έχουν γνώση οι φύλακες» — διαβεβαίωση ότι για κάτι υπάρχει η απαιτούμενη προσοχή και προστασίανεοελλ.-μσν.φρ. «φύλακας άγγελος» και «φύλαξ ἄγγελος»εκκλ. ο άγγελος που προστατεύει κάθε χριστιανόμσν.αντιπρόσωπος, τοποτηρητής («Μοδέστῳ... φύλακι... τοῡ ἀποστολικοῡ θρόνου», Σωφρ.)αρχ.1. αυτός που επιβλέπει, που επιτηρεί κάτι («φύλακες ἐπὶ τοῑς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι», Λυσ.)2. κρίκος αλυσίδας3. ονομασία επιδέσμου4. φρ. α) «φύλακες τοῦ σώματος» — σωματοφυλακή (Πλάτ.)β) «φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις» — οι αγορανόμοι (Λυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, το οποίο απαντά και σε άλλους δυσερμήνευτους συχνά τ. τού καθημερινού λεξιλογίου ή εκφραστικούς (πρβλ. κόλ-αξ, μεῖρ-αξ). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με το β' συνθετικό (πιθ. *-fulcus) τών λατ. bu-bulcus «βουκόλος» και su-bulcus «χοιροβοσκός». Η άποψη, ωστόσο, αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφ' ενός λόγω τού ότι το αμάρτυρο *-fulcus θα οδηγούσε στην αποδοχή ως αρχικού τού θεματικού τ. φυλακός*, ο οποίος όμως είναι υστερογενής, και αφ' ετέρου λόγω τού ότι η λ. φύλαξ, σε αντιδιαστολή προς τους λατ. τ., δεν χρησιμοποιήθηκε κατά κανόνα για να δηλώσει τον φρουρό ζώων. Έχουν διατυπωθεί, τέλος, και άλλες, ελάχιστα πιθανές, απόψεις για σύνδεση τής λ. με τις λ. πύλη* και φωλεός*, καθώς και για αναγωγή στην ΙΕ ρίζα *bheudh- «επαγρυπνώ, παρατηρώ, προσέχω» τού ρ. πυνθάνομαι* (πρβλ. πευθήν «κατάσκοπος»).ΠΑΡ. φυλακή, φυλακίζω, φυλάκιο(ν), φύλακτρο(ν), φυλάσσω / φυλάωαρχ.φυλακεία, φυλακεύς, φυλακία, φυλακικός, φυλακιστήςαρχ.-μσν.φυλακείον, φυλακίτηςμσν.φυλακώνεοελλ.φυλακάτορας.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. φυλακάρχης(Β' συνθετικό) αγροφύλακας(-αξ), αμπελοφύλακας(-αξ), αρχειοφύλακας(-αξ), αρχιφύλακας(-αξ), βιβλιοφύλακας(-αξ), δεσμοφύλακας(-αξ), εθνοφύλακας(-αξ), θαλαμοφύλακας(-αξ), θεσμοφύλακας(-αξ), θησαυροφύλακας(-αξ), ιματιοφύλακας(-αξ), κλειδοφύλακας(-αξ), κτηματοφύλακας(-αξ), λίμενοφύλακας(-αξ), νεκροφύλακας(-αξ), νομοφύλακας(-αξ), νυκτοφύλακας(-αξ), οδοφύλακας(-αξ), οπισθοφύλακας(-αξ), οπλοφύλακας(-αξ), οροφύλακας(-αξ), πολιτοφύλακας(-αξ), σκευοφύλακας(-αξ), σκηνοφύλακας(-αξ), σφραγιδοφύλακας(-αξ), σωματοφύλακας(-αξ), χαρτοφύλακας(-αξ), χωροφύλακας(-αξ)αρχ.αιγιαλοφύλαξ, ακροφύλαξ, αλωνοφύλαξ, αντροφύλαξ, αργυροφύλαξ, αρκτοφύλαξ, αρχιδεσμοφύλαξ, αρχιναυφύλαξ, αρχινυκτοφύλαξ, αρχιπαραφύλαξ, αρχιπεδιοφύλαξ, αρχισωματοφύλαξ, βουβωνοφύλαξ, γαζοφύλαξ, γενηματοφύλαξ, γερροφύλαξ, γεωφύλαξ, γραμματοφύλαξ, δαμοσιοφύλαξ, δεξιοφύλαξ, δρυμοφύλαξ, ειματοφύλαξ, ειργμοφύλαξ, ειρηνοφύλαξ, ειρκτοφύλαξ, Ελληνοσποντοφύλαξ, εντεροφύλαξ, επιφύλαξ, ερημοφύλαξ, εσμοφύλαξ, εφηβοφύλαξ, ημεροφύλαξ, θεοφύλαξ, θερμοφύλαξ, θηροφύλαξ, θυροφύλαξ, ιεροφύλαξ, καρδιοφύλαξ, καρποφύλαξ, κεστροφύλαξ, κνωδακοφύλαξ, κοιτωνοφύλαξ, κρηνοφύλαξ, κωμοφύλαξ, μαγδωλοφύλαξ, μετοικοφύλαξ, μηλοφύλαξ, μηνιγγοφύλαξ, μοτοφύλαξ, ναοφύλαξ, ναυφύλαξ, νεωριοφύλαξ, νεωφύλαξ, νησοφύλαξ, νηττοφύλαξ, ξενοφύλαξ, ξυστροφύλαξ, οικοφύλαξ, οινοφύλαξ, οπωροφύλαξ, ορεοφύλαξ, ορμοφύλαξ, οροφύλαξ (II), ορφανοφύλαξ, οχθοφύλαξ, παιδοφύλαξ, παλαιστροφύλαξ, παραφύλαξ, πεδιοφύλαξ, πεντηκοντοφύλαξ, πινοφύλαξ, πιστοφύλαξ, πλαγιοφύλαξ, πλαγυφύλαξ, ποδοφύλαξ, προφύλαξ, πρωτοφύλαξ, πυλωνοφύλαξ, πυργοφύλαξ, ρητροφύλαξ, ρισκοφύλαξ, σιτοφύλαξ, σπειροφύλαξ, στρατοφύλαξ, στρωματοφύλαξ, συγγραφοφύλαξ, συμβολοφύλαξ, συμφύλαξ, συνθηκοφύλαξ, ταγματοφύλαξ, τειχοφύλαξ, τομαροφύλαξ, υδροφύλαξ, υποβιβλιοθηκοφύλαξ, υποβιβλιοφύλαξ, υπομνηματοφύλαξ, υποστρατοφύλαξ, υποφύλαξ, φυτοφύλαξ, χαλαζοφύλαξ, χαλκιοφύλαξ, χειλοφύλαξ, χιμαιροφύλαξ, χορτοφύλαξ, χρεωφύλαξ, χρηματοφύλαξ, χρησμοφύλαξ, χρυσοφύλαξ, χωματοφύλαξ, ωνοφύλαξνεοελλ.ακτοφύλακας, αλατοφύλακας, αλσοφύλακας, αρχαιοφύλακας, αρχιλιμενοφύλακας, αστυφύλακας, δακτυλοφύλακας, δασοφύλακας, εμπροσθοφύλακας, θεματοφύλακας, καστροφύλακας, σταβλοφύλακας, τελωνοφύλακας, τερματοφύλακας, υποθηκοφύλακας, φαροφύλακας].
Dictionary of Greek. 2013.